εστιάτορας

εστιάτορας
ο (ΑΜ ἑστιάτωρ) [εστιώ]
νεοελλ.
ο ιδιοκτήτης εστιατορίου
μσν.
συνήθ. στον πληθ. οἱ ἑστιάτορες
οι συνδαιτημόνες
αρχ.
1. αυτός που παραθέτει γεύμα, που φιλεύει ή φιλοξενεί κάποιον, ο αμφιτρύωνας
2. συμποσιάρχης
3. ο καλεσμένος στην εστίαση, ο φιλοξενούμενος
4. (στην Αθήνα) αυτός που παρέθετε γεύμα στους συμφυλέτες του
5. (στους Δελφούς) διευθυντής επιμελητείας τών εφοδίων στην Πυθαΐδα
6. αυτός που εξαπατά
7. στον πληθ. οἱ ἑστιάτορες
επιγρ. α) οι επιστάτες στα εστιατόρια τών οργεώνων (θρησκευτικών εταιρειών)
β) οι ιερείς τής Αρτέμιδος στην Έφεσο
8. μτφ. αυτός που εξαπατά κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εστιάτορας — ο ο ιδιοκτήτης εστιατορίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἑστιάτορας — ἑστιά̱τορας , ἑστιάτωρ one who gives a banquet masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa …   Dictionary of Greek

  • ιστιάτωρ — ἱστιάτωρ, ὁ (Α) ιων. τ. εστιάτορας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. παράλλ. τ. τού ἑστιάτωρ*. Για την ερμηνεία τού ἱ βλ. λ. εστία] …   Dictionary of Greek

  • κλήτωρ — κλήτωρ, ορος, ὁ (Α) 1. κλητήρ* 2. αυτός που παρέχει δείπνο, εστιάτορας 3. αυτός που επικαλείται τους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κλητήρ*, εμφανίζει επίθημα τωρ (πρβλ. φρά τωρ / φρα τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • Μάλερ, Γκούσταφ — (Gustav Mahler, Κάλιστς Βοημίας 1860 – Βιέννη 1911). Αυστριακός συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας. Οι γονείς του, οι οποίοι είχαν άλλα δέκα παιδιά, ήταν εβραϊκής καταγωγής. Ο πατέρας του ήταν εστιάτορας περιορισμένης μόρφωσης, ενώ η μητέρα του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”